- θρεπτάριον
- θρεπ-τάριον, τό,= θρεμμάτιον, CIG(add.)4303h6 ([place name] Lycia), PPar. p.422 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρεπτάριον — θρεπτάριον, τὸ (ΑΜ) [θρεπτός] μσν. νεαρός μαθητής μικρός δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του … Dictionary of Greek
θρεπτάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπταρίῳ — θρεπτάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεφτάρι — το 1. ζώο σιτευτό, δηλ. που τρέφεται καλά και προορίζεται για σφαγή, θρεφτό, μανάρι 2. (για ανθρώπους) μοσχαναθρεμμένος, θρέμμα, ανάθρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεπτάριον (< θεπτός)] … Dictionary of Greek